- απονεκρώνω
- (Μ ἀπονεκρώνω, AM ἀπονεκρῶ, -όω)1. νεκρώνω εντελώς2. αναισθητοποιώ, εξουδετερώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απονεκρώνω — απονεκρώνω, απονέκρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απονεκρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω κάποιον αναίσθητο, θανατώνω: Η ξηρασία και η ζέστη απονέκρωσαν τη βλάστηση. 2. φέρνω σε μαρασμό, εξαφανίζω τη ζωή και την κίνηση: Η γενική απεργία των εργαζόμενων χθες απονέκρωσε την πόλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκνεκρώ — ἐκνεκρῶ ( όω) (Μ) απονεκρώνω … Dictionary of Greek
εναπονεκρώ — ἐναπονεκρῶ ( όω) (Α) απονεκρώνω κάτι … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
νεκρώνω — (ΑΜ νεκρῶ, όω, Μ και νεκρώνω) [νεκρός] 1. επιφέρω παύση τών λειτουργιών τής ζωής, προκαλώ θάνατο, θανατώνω («οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῡ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον», ΚΔ) 2. αμβλύνω τις αισθήσεις, παραλύω, ναρκώνω, απονεκρώνω («νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ … Dictionary of Greek
συναπονεκρώ — όω, Μ [ἀπονεκρῶ] 1. απονεκρώνω συγχρόνως 2. μτφ. καταστρέφω συγχρόνως … Dictionary of Greek